- υπογενεσία
- και υπογένεση,η, Νιατρ. ατελής καταβολή και ανάπτυξη οργάνου ή μέρους τού σώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypogenesis (< υπ[ο]-* + γένεση)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπογένεση — η, Ν ιατρ. βλ. υπογενεσία … Dictionary of Greek